θεατρομανία

θεατρομανία
η страсть к театру

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θεατρομανία" в других словарях:

  • θεατρομανία — η (Α θεατρομανία) [θεατρομανής] η μανιώδης επιθυμία για το θέατρο, η υπερβολική αγάπη και λατρεία για το θέατρο …   Dictionary of Greek

  • θεατρομανία — η υπερβολική αγάπη προς το θέατρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»